- ἔχθαρ
- ἔχθαρ, τό,A = ἔχθος, Theognost.Can.79.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
έχθαρ — ἔχθαρ, τὸ (Μ) έχθος, μίσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μσν. μεταπλασμένος τ. τού έχθος «μίσος» κατά τα ουδ. εις αρ (πρβλ. νέκτ αρ, πί αρ)] … Dictionary of Greek
εχθαίρω — (Α ἐχθαίρω) εχθρεύομαι, μισώ (α. «εχθαίρουσιν οι αθάνατοι», Κάλβ. β. «ἵν ἐχθήρειε γέροντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. παθ. εχθαίρομαι είμαι μισητός, μισούμαι (α. «ὅστις ἐμφανῶς θεοῑς ἐχθαίρομαι», Σοφ. «ἐχθαρῆ μὲν ἐξ ἐμοῡ», Σοφ.) 2. (για πράγματα,… … Dictionary of Greek